- αποσκιερός
- -ή, -όο αποσκιαδερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφίσκιος — ἀμφίσκιος, ον (Α) 1. (για τη διακεκαυμένη ζώνη) αυτός που ρίχνει τη σκιά του προς δύο αντίθετα μέρη (άλλοτε προς τον Βορρά και άλλοτε προς τον Νότο) 2. ο πολύ αποσκιερός, βαθύσκιωτος 3. (το αρσενικό στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) οἱ ἀμφίσκιοι οι… … Dictionary of Greek
αποσκιάζω — (Α ἀποσκιάζω) νεοελλ. έχω σκιά, είμαι αποσκιερός αρχ. σκιάζω, ρίχνω σκιά … Dictionary of Greek